Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

«Αισθάνομαι μια ατέλειωτη κραυγή να διαπερνά τη φύση» .


Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί είναι πάντα γεμάτοι ταξιδιώτες, μικροπωλητές σκιές του εαυτού τους από κάθε γωνιά της γης με ένα κοινό πεπρωμένο ‘’τη ξενιτιά’’…


Επιβάτες διασχίζουν τους διαδρόμους με τις βαλίτσες τους κάποιοι σχεδόν σέρνονται με τη βαλίτσα τους που είναι σαν να μην την πάνε αλλά να τους πηγαίνει . Άλλοι είναι βιαστικοί, άλλοι χαμένοι στο κόσμο τους, άλλοι κοιτάζουν την ώρα , τσιγγάνες ζητιανεύουν κι άλλοι πουλούν χοτ- ντογκ.

Μιλάω στο κινητό και γελάω , μια μουτρωμένη κυρία με κοιτάει με απορία .

Σε λίγο ακούγεται μια ανακοίνωση ….Το τρένο θα καθυστερήσει για 10 λεπτά οι επιβάτες να μεταφερθούν στο διάδρομο 5….

Αφήνω τις βαλίτσες μου και χαζεύω τους ανθρώπους αυτούς που τελικά όπου κι αν πας ….πάντα θα τους συναντάς . Μην αντιμετωπίζεται τους ανθρώπους σαν στρατιά μυρμηγκιών, είναι όλοι τους ξεχωριστά άτομα .

Μια μυρωδιά διαπεραστική -ίσως το χώμα που πατάω για πρώτη φορά .
Οι άνθρωποι αυτοί όμως, δεν τους βλέπω για πρώτη φορά ,τους βλέπω κάθε φορά πριν ταξιδέψω λες και χωρίς αυτούς κανένα τρένο που σέβεται τον εαυτό του δεν διανοείται να ταξιδέψει .
Κι ίσως αν δεν τους έβλεπα ,κάποτε να μου έλειπαν κιόλας .

Αν ο κόσμος βουλιάζει σαν τιτανικός τότε οι άνθρωποι όλοι μοιάζουν με εκείνη τη « Κραυγή»στον ομώνυμο πίνακα του Έντβαρντ Μουνκ :Περπατούσα με δυο φίλους .Ο ήλιος έδυε. Ξαφνικά ο ουρανός βάφτηκε βαθυκόκκινος, σαν το αίμα. Σταμάτησα νιώθοντας εξαντλημένος ,και ακούμπησα σε ένα φράχτη .Έβλεπα αίμα και πύρινες φλόγες πάνω από το μαύρο - μπλε φιόρδ και την πόλη. Οι φίλοι συνέχιζαν κι εγώ ήμουν ακόμη εκει, τρεμοντας από το φόβο. «Αισθάνθηκα μια ατέλειωτη κραυγή να διαπερνά τη φύση» .

«Αισθάνομαι μια ατέλειωτη κραυγή να διαπερνά τη φύση» .

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

BENETIA,Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΣΚΑ

Σε μια πόλη που ο χρόνος φαίνεται να σταμάτησε κάπου εκεί στα χρόνια της Αναγέννησης, περπατώντας στα στενά της ακόμα και σήμερα δεν θα μας έκανε καμία έκπληξη αν βλέπαμε να περπατούν στο δρόμο φιγούρες άλλης εποχής, βγαλμένες από το καρναβάλι. Λέγεται, άλλωστε, ότι στα χρόνια της ακμής της πόλης, οι Βενετσιάνοι συνήθιζαν να μασκαρεύονται με πολυτελή κοστούμια και μυστηριώδεις μάσκες καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου για να κρατάνε τα αδιάκριτα βλέμματα μακριά από τις ιδιωτικές τους στιγμές


Η ιστορία της μάσκας χάνεται στα βάθη των αιώνων, από τους πρωτόγονους λαούς, έως αυτούς που χάραξαν τα μεγάλα βήματα του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Είναι σήμα κατατεθέν των Απόκρεων και δε νοείται σε κανένα καρναβάλι να μην έχει τη λειτουργική παρουσία της. Η περίπτωση της Βενετσιάνικης μάσκας εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο της κοινωνίας, της αρχοντικής και θαλασσοκράτειρας Βενετιάς. Η μάσκα ξεκινά να εμφανίζεται στα καρναβάλια σε αυτή την πόλη και στην ευρύτερη περιοχή της κατά το Μεσαίωνα, όταν οι άνθρωποι έτρεμαν να δείξουν τα πραγματικά τους συναισθήματα ή φοβούνταν μήπως και ο θάνατος πέσει βαρύς πάνω στα κεφάλια τους.


Η ιστορία του Καρναβαλιού και οι λόγοι που δημιούργησαν τη μάσκα είναι απότοκος κοινωνικών συνθηκών. Το 1094 ο δόγης της Βενετίας έδωσε άδεια για τη γιορτή των ψυχών και πάνω σε αυτή την ιδέα δημιουργήθηκε καρναβάλι στην πόλη που έχει τα πολλά κανάλια, έχοντας τις ρίζες του στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια και στις γιορτές αφιερωμένες στον Διόνυσο.


Ο όρος «Carneval» στα ιταλικά, άλλωστε, έβρισκε την πρωταρχική του εξήγηση στην κατανάλωση κρέατος -Carne Vale- που χαρακτηρίζει ακόμα την Αποκριά και τις κάθε μορφής απολαύσεις, που προηγούντο της μεγάλης νηστείας του Πάσχα. Με τον καιρό, στη Βενετία, το καρναβάλι πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Διαρκούσε από έξι μήνες έως ένα χρόνο. Όλα επιτρέπονταν στην πόλη της χλιδής και του πλούτου, με τις «ευλογίες» της θρησκευτικής και κοσμικής εξουσίας, των δόγηδων, που είχαν επιτρέψει και τη χρήση της μάσκας. Από τον 12ο ώς τον 18ο αιώνα, που κατέρρευσε ως θεσμός το καρναβάλι, μαζί με τη δημοκρατία, η Βενετία -εκτός των άλλων- είχε γίνει συνώνυμη των απολαύσεων, προσελκύοντας την αριστοκρατία της Ευρώπης. Διόλου τυχαίο μάλιστα, που η μάσκα στη Βενετία, πεμπτουσία της μεταμφίεσης, πρωτοφορέθηκε από τους ευγενείς, για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι σε λαϊκές γειτονιές και στέκια, θέατρα και μοναστήρια. Γνωστοί και οι καρδιοκατακτητές της Ευρώπης, σαν τον Τζάκομο Καζανόβα, που έγραψε ιστορία στη Βενετία ξελογιάζοντας το «αδύναμο φύλο» - ειδικά τις καλόγριες, αφού τα μοναστήρια φιλοξενούσαν και χορούς! (Όλη η ατμόσφαιρα έχει αποδοθεί έξοχα στον «Καζανόβα» του Φεντερίκο Φελίνι.)




Το καρναβάλι ριζώνει και γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της πολυσήμαντης ιστορίας της Βενετίας, συχνά όμως η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο και σταδιακά, καθώς η πόλη δεχόταν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ταξιδιωτών άρχισε η παρακμή. Η υπερβολική πολυτέλεια, η νωθρότητα και η αποχαλίνωση των ηθών, έγιναν με την πάροδο του χρόνου εμφανέστατες. Τυχερά παιχνίδια και σεξουαλικές προκλήσεις ήταν διαθέσιμα στην πόλη μέρα και νύχτα. Τα γυναικεία ρούχα άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο αποκαλυπτικά. Ακόμη και μοναχοί ή κληρικοί κυκλοφορούσαν με κοσμήματα, πολυτελέστατα ντυμένοι, φορώντας μάσκες, και εμπλέκονταν στις ίδιες δραστηριότητες με τους υπόλοιπους πολίτες. Από τα 1100 και έπειτα όμως η Καθολική Εκκλησία έγινε αυστηρότερη, απαγορεύοντας κατά περιόδους στους κατοίκους να χρησιμοποιούν στις δημόσιες εμφανίσεις τους μάσκες, κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του έτους, ιδιαίτερα στις μέρες που η εκκλησία θεωρούσε ιερές. Παρ’ όλα αυτά την τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας, η μάσκα ήταν ακόμη αποδεκτή για τρείς μήνες μετά τα Χριστούγεννα από του Αγίου Στεφάνου και μέχρι την επομένη της Καθαρής Δευτέρας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 1776 εκδόθηκε ειδικός νόμος για την προστασία της «οικογενειακής τιμής» που επέβαλε στις γυναίκες να πηγαίνουν στο θέατρο φορώντας υποχρεωτικά μάσκα, με εξαίρεση τις ανύπαντρες κοπέλες.


Οι βενετσιάνοι ανέπτυξαν μια μοναδική κουλτούρα, μέρος της οποίας ήταν η ιδιαιτερότητα του να κρύβουν την ταυτότητα τους στην καθημερινή ζωή, έθιμο σταδιακά που κυριάρχησε και ενσωματώθηκε στην καθημερινότητα. Από μια άποψη η μυστικότητα που πρόσφερε η μάσκα ήταν αναγκαία, προκειμένου να γίνουν συμφωνίες ή να δει κανείς ανθρώπους, που ίσως να μην ήθελε οι άλλοι γνωρίζουν ότι συνάντησε, σε μια μικρή πόλη όπου σχεδόν όλοι ήταν γνωστοί. Εξάλλου, οι μάσκες εξυπηρετούσαν επίσης ένα σημαντικό κοινωνικό σκοπό, επιτρέποντας σε όλους τους πολίτες να παραβλέψουν ή να ξεπεράσουν την κοινωνική τους θέση. Φορώντας μάσκα ένας υπηρέτης μπορούσε να περάσει για ευγενής και το αντίθετο. Ανακριτές και κατάσκοποι μπορούσαν να αναμιχθούν με το πλήθος χωρίς η πραγματική ταυτότητα τους να γίνεται αντιληπτή. Ώσπου ήρθαν οι Αυστριακοί και ύστερα οι Γάλλοι με τον Ναπολέοντα, και έβαλαν τέλος στο καρναβάλι. Έπρεπε να φτάσουμε στη δεκαετία του 1970, για να αναβιώσει και πάλι, από μια ομάδα ανθρώπων που θέλησαν να επιστρέψουν τη χαμένη ιστορική αίγλη της πόλης με το καρναβάλι.


Η χρήση της μάσκας σ’ όλη τη διάρκεια της Ενετικής Δημοκρατίας παραμένει μια από τις πιο εκκεντρικές πρακτικές του ανθρώπινου είδους. Παρ’ όλο που, μάσκες έχουν φορεθεί σε όλους σχεδόν ανά τον κόσμο τους αιώνες και πολιτισμούς, ποτέ ίσως, δεν χρησιμοποιήθηκαν τόσο ένθερμα και φαντασμαγορικά όσο στη Βενετία.

Οι μάσκες είχαν πολύχρονη παράδοση κατασκευής, κατασκευάζονταν από γύψο και πεπιεσμένο χαρτί, ήταν πλούσια διακοσμημένες με γούνα, ύφασμα, κοσμήματα, φτερά, και προστάτευαν την ανωνυμία των πολιτών.Οι καλλιτέχνες που κατασκεύαζαν μάσκες, ανήκαν στη συντεχνία των ζωγράφων, ονομάζονταν από την εποχή του Δόγη Φόσκαρι «μασκερέρι».Βοηθοί τους ήταν οι «ταργκέρι», επιγραφογράφοι-χαράκτες, που χάραζαν πάνω στο γύψο λεπτομερείς εκφράσεις -μερικές φορές αστείες ή γελοίες. Οι Βενετοί φορούσαν επίσης μάσκες κατά τη διάρκεια όλων των σημαντικών εκδηλώσεων, όπως επίσημα δείπνα ή εορτές της Δημοκρατίας, οπότε ήταν επιτρεπτή η χρήση της «bauta ή tabarro»
Η «bauta» απαρτίζεται από ένα κατά το πλείστον μαύρο μανδύα το «tabarro», ένα μαύρο τρίκοχο που φορούσαν στο κεφάλι πάνω από μια λευκή μάσκα την «lavra» λάβρα, από την λατινική λέξη που σημαίνει φάντασμα/μάσκα.


Οι γυναίκες φορούσαν, κατά γενικό κανόνα, ένα άλλο είδος μάσκας τη «Moretta», μια οβάλ μάσκα από μαύρο βελούδο, που κυρίως χρησιμοποιούσαν προκειμένου να επισκεφθούν τα μοναστήρια. Η «Μορέτα» είναι μια «μουγκή» μάσκα, γιατί κρατιέται στερεωμένη στο πρόσωπο από το στόμα με ένα μικρό πείρο που βρίσκεται στην εσωτερική της πλευρά, στο ύψος του στόματος.
Εκτός από τους δύο αυτούς τύπους, οι βενετσιάνικες μάσκες μετά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα χρησιμοποιήθηκαν από επαγγελματίες ηθοποιούς της Κομέντια Ντελ’ Άρτε, αναπαριστώντας χαρακτήρες, εθνικές παραδόσεις, επαγγέλματα και συντεχνίες στενά συνδεμένες με τις ιταλικές πόλεις σαν εκείνη του Αρλεκίνου, που πάνω στο γαζωμένο από κομμάτια ύφασμα ή ζωγραφισμένο με ρόμβους μανδύα υπάρχει η μακρινή ανάμνηση του κουρελή. Όλη η ιστορία του καρναβαλιού αποτυπώνεται στις στολές, κάποιες φορές υπενθυμίζοντας γεγονότα όχι τόσο ευχάριστα. Όπως στην πασίγνωστη φιγούρα του Ντοτόρε, του γιατρού της φοβερής πανώλης, ντυμένου με τη μακάβρια μαύρη στολή και τη χαρακτηριστική μάσκα σε σχήμα γερακιού, μια ανάμνηση της φοβερής αυτής επιδημίας του 1630, που αφάνισε το ένα τρίτο του πληθυσμού της Βενετίας και έγινε αιτία για να χτιστούν μερικές από τις πιο όμορφες εκκλησίες, όπως η Σάντα Μαρία Ντε Λα Σαλούτε.


Η Δημοκρατία της Βενετίας υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος –αν και όχι χωρίς αντιπάλους- κοσμοκράτορας της εποχής της, ένας προορισμός απρόβλεπτα μυστήριος και ακαταμάχητα γοητευτικός όπως ακριβώς το αθέατο βλέμμα πίσω από τη μάσκα που απροκάλυπτα σε καλεί να το απαθανατίσεις .

Γιώργος Κατσαντώνης